«Παράθυρο» σε απολύσεις ανοίγει ουσιαστικά απόφαση του Αρείου Πάγου που έκρινε ότι δεν είναι καταχρηστική η απόλυση εργαζομένου την οποία ζήτησαν συνάδελφοί του, φοβούμενοι για την υγεία τους επειδή ήταν φορέας του AIDS και την οποία ενέκρινε η εργοδότης, καταγγέλλοντας τη σύμβαση εργασίας για να επανέλθει κλίμα ηρεμίας στην επιχείρηση.
Ο ΑΠ ανέτρεψε απόφαση του Εφετείου που είχε ακυρώσει την απόλυση ως καταχρηστική, επιβάλλοντας στην επιχείρηση να καταβάλει στον απολυθέντα φορέα του AIDS μισθούς υπερημερίας περίπου 7.500 ευρώ εντόκως, αλλά και αποζημίωση 1.200 ευρώ για ηθική βλάβη.
Κάνοντας δεκτό τον ισχυρισμό της επιχείρησης ότι δεν αιτιολογείται νόμιμα η καταχρηστικότητα της απόλυσης, ο ΑΠ ξαναστέλνει την υπόθεση στο Εφετείο για να επανεξεταστεί από άλλους δικαστές.
Ωστόσο, η αρεοπαγιτική απόφαση μπορεί να έχει σοβαρές επιπτώσεις στον εργασιακό τομέα, αφού υπάρχει κίνδυνος στο μέλλον οι πιθανές αντιδράσεις μιας ομάδας απέναντι στο ενδεχόμενο μετάδοσης μιας ασθένειας να δικαιολογούν απολύσεις για να μη δημιουργείται ανασφάλεια.
Σε μια τέτοια περίπτωση, θα μπορούσε να δημιουργηθεί ο κίνδυνος ευκαιριακές πλειονότητες να ζητούν και να πετυχαίνουν την απομάκρυνση εργαζομένων που μπορεί να μην είναι αποδεκτοί λόγω φυλετικών, θρησκευτικών κ.λπ. πεποιθήσεων, γενετήσιου προσανατολισμού κ.λπ.
Ο απολυθείς είχε δικαιωθεί με αποφάσεις Πρωτοδικείου και Εφετείου. Είχαν δεχθεί ότι η υποχώρηση της εργοδότριας στην απαίτηση συναδέλφων του (των 33 από τους 60 εργαζομένους στην επιχείρηση) για απομάκρυνσή του, εφόσον δεν υπήρχε βάσιμος φόβος για την υγεία τους (επιστημονικά η νόσος μεταδίδεται μόνο με πολύ συγκεκριμένους τρόπους, μέσω ερωτικής επαφής κ.λπ.), ήταν αντικειμενικά αδικαιολόγητη και αποδοκιμαστέα από την έννομη τάξη, γιατί υπερβαίνει τα όρια της καλής πίστης.
Το Εφετείο δέχθηκε ότι η εργοδότης δεν κατήγγειλε τη σύμβαση από εμπάθεια, εκδικητικότητα ή εχθρική διάθεση, αλλά για να εξασφαλίσει ηρεμία μεταξύ των εργαζομένων, που αναστατώθηκαν λόγω προκατάληψης κυρίως και όχι εξαιτίας ενός υπαρκτού επιστημονικά κινδύνου.
Ομως σταθμίζοντας την απειλούμενη ομαλή λειτουργία της επιχείρησης λόγω της μαζικής και επιστημονικά αδικαιολόγητης αντίδρασης των εργαζομένων και τη δικαιολογημένη και άξια προστασίας προσδοκία του απολυθέντος για εργασία σε μια δύσκολη στιγμή, όπου λόγω της ασθένειας είχε ανάγκη συμπαράστασης και ηθικής στήριξης, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπερέχει το συμφέρον του φορέα για διατήρηση της εργασίας του. Γι αυτό έκρινε καταχρηστική την απόλυση.
Ωστόσο, κατά τον ΑΠ, το Εφετείο εσφαλμένα θεώρησε καταχρηστική την απόλυση, αφού δέχτηκε ότι δεν έγινε από εμπάθεια, εκδικητικότητα, κ.λπ., αλλά ότι δικαιολογούνταν απόλυτα από τα καλώς νοούμενα συμφέροντα της εργοδότριας, εφόσον έγινε για να εξασφαλιστεί η ηρεμία των υπόλοιπων εργαζομένων και η εύρυθμη λειτουργία της επιχείρησης, που διαταράχθηκαν πολύ λόγω της σοβαρότατης μεταδοτικής νόσου που δημιούργησε φόβο και ανασφάλεια για την υγεία των υπολοίπων, οι οποίοι ζήτησαν την απομάκρυνση
Ο ΑΠ ανέτρεψε απόφαση του Εφετείου που είχε ακυρώσει την απόλυση ως καταχρηστική, επιβάλλοντας στην επιχείρηση να καταβάλει στον απολυθέντα φορέα του AIDS μισθούς υπερημερίας περίπου 7.500 ευρώ εντόκως, αλλά και αποζημίωση 1.200 ευρώ για ηθική βλάβη.
Κάνοντας δεκτό τον ισχυρισμό της επιχείρησης ότι δεν αιτιολογείται νόμιμα η καταχρηστικότητα της απόλυσης, ο ΑΠ ξαναστέλνει την υπόθεση στο Εφετείο για να επανεξεταστεί από άλλους δικαστές.
Ωστόσο, η αρεοπαγιτική απόφαση μπορεί να έχει σοβαρές επιπτώσεις στον εργασιακό τομέα, αφού υπάρχει κίνδυνος στο μέλλον οι πιθανές αντιδράσεις μιας ομάδας απέναντι στο ενδεχόμενο μετάδοσης μιας ασθένειας να δικαιολογούν απολύσεις για να μη δημιουργείται ανασφάλεια.
Σε μια τέτοια περίπτωση, θα μπορούσε να δημιουργηθεί ο κίνδυνος ευκαιριακές πλειονότητες να ζητούν και να πετυχαίνουν την απομάκρυνση εργαζομένων που μπορεί να μην είναι αποδεκτοί λόγω φυλετικών, θρησκευτικών κ.λπ. πεποιθήσεων, γενετήσιου προσανατολισμού κ.λπ.
Ο απολυθείς είχε δικαιωθεί με αποφάσεις Πρωτοδικείου και Εφετείου. Είχαν δεχθεί ότι η υποχώρηση της εργοδότριας στην απαίτηση συναδέλφων του (των 33 από τους 60 εργαζομένους στην επιχείρηση) για απομάκρυνσή του, εφόσον δεν υπήρχε βάσιμος φόβος για την υγεία τους (επιστημονικά η νόσος μεταδίδεται μόνο με πολύ συγκεκριμένους τρόπους, μέσω ερωτικής επαφής κ.λπ.), ήταν αντικειμενικά αδικαιολόγητη και αποδοκιμαστέα από την έννομη τάξη, γιατί υπερβαίνει τα όρια της καλής πίστης.
Το Εφετείο δέχθηκε ότι η εργοδότης δεν κατήγγειλε τη σύμβαση από εμπάθεια, εκδικητικότητα ή εχθρική διάθεση, αλλά για να εξασφαλίσει ηρεμία μεταξύ των εργαζομένων, που αναστατώθηκαν λόγω προκατάληψης κυρίως και όχι εξαιτίας ενός υπαρκτού επιστημονικά κινδύνου.
Ομως σταθμίζοντας την απειλούμενη ομαλή λειτουργία της επιχείρησης λόγω της μαζικής και επιστημονικά αδικαιολόγητης αντίδρασης των εργαζομένων και τη δικαιολογημένη και άξια προστασίας προσδοκία του απολυθέντος για εργασία σε μια δύσκολη στιγμή, όπου λόγω της ασθένειας είχε ανάγκη συμπαράστασης και ηθικής στήριξης, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπερέχει το συμφέρον του φορέα για διατήρηση της εργασίας του. Γι αυτό έκρινε καταχρηστική την απόλυση.
Ωστόσο, κατά τον ΑΠ, το Εφετείο εσφαλμένα θεώρησε καταχρηστική την απόλυση, αφού δέχτηκε ότι δεν έγινε από εμπάθεια, εκδικητικότητα, κ.λπ., αλλά ότι δικαιολογούνταν απόλυτα από τα καλώς νοούμενα συμφέροντα της εργοδότριας, εφόσον έγινε για να εξασφαλιστεί η ηρεμία των υπόλοιπων εργαζομένων και η εύρυθμη λειτουργία της επιχείρησης, που διαταράχθηκαν πολύ λόγω της σοβαρότατης μεταδοτικής νόσου που δημιούργησε φόβο και ανασφάλεια για την υγεία των υπολοίπων, οι οποίοι ζήτησαν την απομάκρυνση
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΛΟΚ:
ΓΙΑ ΜΙΑ ΑΚΟΜΗ ΦΟΡΑ ΞΕΥΤΙΛΙΖΕΤΑΙ Η ΧΩΡΑ ΔΙΕΘΝΩΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΡΕΙΟ ΠΑΓΟ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Μπορείτε να γράψετε τα σχόλια σας ή τις θέσεις σας για την συγκεκριμένη δημοσίευση ή να δημοσιεύσετε και άλλο θέμα