Καθώς ο Παπανδρέου ως υπουργός εξωτερικών στην κυβέρνηση Σημίτη δήλωνε στο εξωτερικό, ότι θα κοιμάται ακόμη πιο ήσυχος αν ξέρει πως η χώρα θα είναι πιο μικρή από ό,τι σήμερα γεωγραφικά τουλάχιστον προσδιορίζεται, εντούτοις διέφευγε τότε σε όλους μας, πως δεν εννοούσε απλά την γεωγραφική επικράτεια αλλά και την οικονομική.
Θιασώτης της παγκοσμιοποίησης Μπούς και μιας «παγκόσμιας Κυβέρνησης», ό,τι δομεί, ό,τι περιγράφει , ό,τι προσδιορίζει ένα Κράτος, δεν έχει πολύ μεγάλη ή και καθόλου σημασία, από την στιγμή που του αφαιρείται το κυριαρχικό δικαίωμα της οικονομικής οντότητας.
Η αφαίρεση αυτή είτε μπορεί να γίνει στα πλαίσια συμφωνίας των ανώτερων
( ισχυρών) οικονομιών, είτε μέσα από την άσκηση πολιτικών υπερχρέωσης και οικονομικού μαρασμού των μικρών και υπανάπτυκτων οικονομιών.
Η σημερινή κατάσταση στην Ελλάδα, προαποφασίσθηκε όταν στο κάλεσμα Τζωρτζ Μπούς οι Ευρωπαίοι ηγέτες που, αφού πρώτα είχαν εκχωρήσει την Πολιτική εξουσία και την δύναμη των κρατών τους στις πολυεθνικές επιχειρήσεις, κατέθεσαν την υποταγή τους στο νέο δόγμα ιμπεριαλιστικής ανάπτυξη, στην γνωστή σε όλους μας, Παγκοσμιοποίηση. Στην επίσης γνωστή σε όλους μας οικονομική θεωρία ανάπτυξης της οικονομικής σχολής του Πανεπιστημίου του Σικάγου.
Όπως και κατά την περίοδο της βιομηχανικής ανάπτυξης, οι μηχανές επεξεργασίας βάμβακος και οι επενδύσεις στα νέα εργαλεία βοήθησαν στην ανάπτυξη μιας αγοράς δούλων στην Αμερική για την παραγωγή και συγκομιδή τόνων βαμβακιού, η νέα τάση της οικονομίας, που δεν επενδύει υποχρεωτικά μόνο στον πόλεμο ( Ιράκ, Αφγανιστάν, Γιουγκοσλαβία, Λιβύη κλπ) αλλά κυρίως στην μεγέθυνση του εμποδίσματος στην αυτοδύναμη ανάπτυξη και στην υπερχρέωση των οικονομιών που «εξωθούνται» να συμπράξουν σε μεγάλους Διεθνείς οικονομικούς οργανισμούς, με όπλα το εξωτερικό χρέος και την πλήρη και ολοσχερή παραίτηση των κρατών από κάθε μορφής ιδιοκτησίας ( εδαφών, οικονομικών μονάδων παραγωγής, ορυκτού πλούτου κλπ.), εκτιμούν ότι θα ανοίξει μια καινούργια αγορά κεφαλαίων και εθνόδουλων, ατόμων και οικονομιών, που θα σημαδεύσει τον 21 αιώνα.
Όπως και κατά την απαρχή της προηγούμενης περιόδου η ανάπτυξη περιορίστηκε σε ένα μικρό αριθμό στελεχών ( νέων ιδιοκτητών και μάνατζερ) και αργότερα στο κλαμπ προστέθηκαν μονάδες και λόμπι χρηματιστών, αφήνοντας τους πληθυσμούς των κοινωνιών εκτός νυμφώνος, το νέο επιχείρημα στοχεύει στην μείωση αυτού του αριθμού και από απόψεως παραγωγής κεφαλαίων και από απόψεως συντελεστών στην παραγωγή και την συσσώρευση.
Επειδή η παλιά συγκρότηση και ερμηνεία των κρατών ως οντότητες, αποτελούν μέρος των στοιχείων εμποδίσματος της νέας τάξης πραγμάτων, ότι επιχειρείται στο επίπεδο των κοινωνιών το ίδιο ακριβώς επιχειρείται και στο επίπεδο των κρατών.
Σύμφωνα με τους υποστηρικτές της καπιταλιστικής ευημερίας, αν δεν είχαμε την τεχνολογία, τον καπιταλισμό, την ελεύθερη αγορά, το ελεύθερο εμπόριο, τις χρηματαγορές και την παγκοσμιοποίηση ( την παλιά της ερμηνεία) σήμερα δεν θα είχαμε την δυνατότητα να χρηματοδοτήσουμε το σημερινό μας βιοτικό επίπεδο.
Ακριβώς όμως, επειδή είχαμε όσα πράγματι ισχυρίζονται, για τον λόγο αυτό βρισκόμαστε στο τέλος του δρόμου και στην αρχή του γκρεμού.
Ό,τι όμως ισχυρίζονται πως δημιούργησε ανάπτυξη και ευημερία, που έτσι ή αλλιώς περιορίσθηκε σε μια νέα τάξη ιδιοκτητών και μάνατζερ, πραγματοποιήθηκε, κυρίως από τα μέσα του 20 αι. και δώθε, εξ αιτίας εξωτερικών παραγόντων και όχι εξ αιτίας της καπιταλιστικής ανάπτυξης και της ελεύθερης αγοράς.
Απεναντίας βάθυνε την κρίση στις εξαρτώμενες από τον καπιταλισμό κοινωνίες, επέτρεψε την δουλεία και την άγρια εκμετάλλευση των παιδιών, καθυστέρησε την μόρφωση και αύξησε την θνησιμότητα λαών, είτε μέσα από συνεχείς πολέμους, δικτατορίες, εμφύλιους, αρρώστιες και πείνα.
Πράγματι όμως δημιούργησε τεράστιες δεξαμενές συσσώρευσης κεφαλαίου, επένδυσε σε πρωτοποριακές μορφές τεχνολογίας, αλλά κυρίως για την αύξηση της στρατιωτικής υπεροχής και δια αυτής, στην υποδούλωση μεγάλου αριθμού κρατών και αχόρταγης εκμετάλλευσης των πλουτοπαραγωγικών πηγών του κάθε κράτους χωριστά.
Κλείνοντας αυτό το κεφάλαιο, στο σήμερα εκείνο που παρατηρούμε είναι ότι, η ευημερία των αριθμών τελικά δεν αντιστοιχήθηκε με την ευημερία των ανθρώπων και των κοινωνιών τους.
Στην Ελλάδα, έχουμε μια διαφορά σημαντικής γλώσσας και εννοιών που βρίσκει σε πάρα πολλά ζητήματα εκ διαμέτρου αντίθετα τα αντίστοιχά τους όπως, άλλο εννοούμε εμείς ανάπτυξη και άλλο εννοούν οι άλλοι.
Ακόμη και σήμερα για τους δυτικούς, η λέξη «ανάπτυξη» είναι ταυτόσημη και όχι αντίθετη της λέξεως «μεγέθυνση».
Η έννοια «ιδιαιτερότητα» που για εμάς σημαίνει πολιτιστικό πρότυπο για τους δυτικούς σημαίνει καθυστέρηση και υπανάπτυξη.
Όταν μιλούν οι δυτικοί για παραγωγικότητα, εννοούν την αποδοτικότητα. Όμως η αποδοτικότητας είναι ένα ιδεολόγημα της αγοράς και των μάνατζερ, μια αφηρημένη και πρωτίστως αρνητική έννοια.
Αντιθέτως η παραγωγικότητα αφορά το περιεχόμενο της πολιτική και της παραγωγής πολιτικής. Κάτι που ασφαλώς δεν μετριέται μισθολογικά ούτε επηρεάζει το κόστος παραγωγής. Αντιθέτως επηρεάζει αρνητικά το μισθολογικό κέρδος των εργαζομένων.
Φρόντισαν βέβαια οι πολιτικοί μας στην αγωνία τους να μοιάσουν των δυτικών και να μιμηθούν τους δυτικούς ως να φαίνονται πως είναι δυτικοί, να ενοχοποιήσουν και τον ελληνικό πολιτισμό και την ιδιαιτερότητα που παρήγαγε χρόνια πριν αυτή η χώρα και αυτός ο λαός. Γι’ αυτό και είναι παντελώς ανίκανοι να διαπραγματευτούν και ακόμη περισσότερο να εξηγήσουν τι είναι Ελλάδα, τι είναι και πως υπάρχει ο Ελληνικός πολιτισμός.
Σήμερα η ιδιαιτερότητα ταυτίζεται όπως ακριβώς φρόντισε ο κ. Παπανδρέου και τα Δυτικοειδή του εξαπτέρυγα να προπαγανδίσουν, με τις έννοιες διαφθορά και λαμόγια.
Παραμένει όμως εντυπωσιακό γεγονός ότι συνεχίζουν δράττοντας της ευκαιρίας που τους δόθηκε ή που κατασκεύασαν, της οικονομικής κρίσης, να μεταχειρίζονται με τον ίδιο παλαιολιθικό πολιτικό λόγο, την παλαιά ιδεολογία της ανάπτυξη, που μέσα από την απορύθμιση του κράτους, των οικονομικών μοντέλων, της εκπαίδευσης, των εργασιακών σχέσεων και του εκσυγχρονισμού της χρηματιστηριακής αγοράς, ελπίζουν ότι αποτελεί δοκιμασμένο μοντέλο που θα επαναφέρει την ευημερία στην οικονομία μέσω του γνωστού μηχανισμού που αποκαλείται «δυνάμεις της αγοράς».
Όμως η «ιστορία» της αγοράς και των δυνάμεων της γράφονται από την ιστορία της και η ιστορία έχει γραφεί από τις πράξεις της.
Είναι τόσο μεγάλη η πλάνη τους ώστε καταφεύγουν σε ότι καταδικάσθηκε ιστορικά αυτοκαταστροφικό και δεν αντιλαμβάνονται ότι η οικονομία δεν μπορεί να αναλάβει πρωταγωνιστικό και καθοδηγητικό ρόλο.
Ενώ εμείς τους δώσαμε την πολιτική εξουσία, εκείνοι την παρέδωσαν στην οικονομία.
Γίνονται και οι ίδιοι τόσο πολύ γελοίοι, που φθάνουν να σημειώσουν ότι για την καθυστέρηση των εσόδων του κράτους δεν φταίνε οι φορολογικοί συντελεστές, η ανεργία και το κλείσιμο των επιχειρήσεων, αλλά μονοδιάστατα η ύφεση, ως να υπήρχε ανεξάρτητη και εξ ουρανού και την ίδια στιγμή ( τρεις μήνες μετά) να σημειώνουν περιχαρείς ότι εμφανίστηκαν σημάδια πρώτης ανάκαμψης της τάξεως του 0,8%. Από το 6,5% ύφεσης με το πάτημα ενός κουμπιού βρέθηκε ανάκαμψη 0,8%. Δηλαδή μέσα σε τρεις μήνες πραγματοποιήθηκε το μέγιστο των θαυμάτων. 7,3% θετική ανάπτυξη.
Είναι τόσο γελοίοι που την ίδια στιγμή που συνειδητοποιούν πως γραφειοκρατία και η φοροδιαφυγή αποτελούν αντικίνητρο στην χρηματοδότηση της οικονομίας, υπερασπιζόμενοι το ίδιο αυτοκαταστροφικό ιδεολόγημα της ανάπτυξης μέσα από την εξάρτηση και την προσάρτηση στους μηχανισμούς της, που στήθηκε πάνω στην ανάπτυξη και μεγέθυνση της γραφειοκρατίας, καλούν «υγιείς» επενδυτές τύπου Σώρος ή τύπου Μυτηλιναίος ώστε η Ελλάδα να επανέλθει στην ίδια κατάσταση πριν από την κρίση. Δηλαδή στις αγορές και στην αύξηση του εξωτερικού χρέους.
Προσπαθούν να ισχυριστούν ότι κατέχουν σε απόλυτα μεγέθη μια καταπληκτική μόρφωση και γνώση των οικονομικών και μια τέτοια ικανότητα που κάθε πράξη τους είναι τόσο καλά σχεδιασμένη, στοιχειοθετημένη και υλοποιήσιμη ώστε οι στρατηγικές τους δεν έχουν ούτε περιθώριο λάθους.
Σκεφτείτε λοιπόν τώρα ότι αυτοί που το ισχυρίζονται αυτό είναι ο Παπανδρέου, ο Παπακωνσταντίνου, ο Λοβέρδος, η Κατσέλη, η οικιακή βοηθός της Μπίλντερμπεγκ και τα άλλα Δυτικοειδή φρόκαλα.
Γοητευμένοι από μια μερίδα μάνατζερ ορισμένων μεγάλων πολυεθνικών ή μεγάλων εθνικών επιχειρήσεων καθώς και εύρωστων χρηματαγορών και κάτω από την αγωνία τους να ανταγωνιστούν τους «ομοίους» τους, δεν φείδονται σε τέτοιου είδους μπαγαποντιές, όντας λαλίστατοι, λεπτομερείς με την ίδια αταλάντευτη επιχειρηματολογία της ίδιας παγιωμένης κοσμοθεωρίας του τεχνοκρατισμού.
Αν όμως παρακολουθήσουμε αυτούς τους μάνατζερ, πάρτε ως παράδειγμα τον Προβόπουλο, θα διαπιστώσουμε με πόση ευκολία επαναλαμβάνονται χωρίς την δυνατότητα να παράγουν σκέψη. Αναλώνονται στην αναμάσηση αφηρημένων θεωριών, βρίσκονται εκτός πραγματικότητας και εμποδίζουν κάθε τι που θα τους θέσει στον κίνδυνο της δημιουργικότητας.
Στο ίδιο μήκος κύματος βρίσκονται και το πλήθος των οικονομικών σχολών και των σχολών διοίκησης επιχειρήσεων. Σχολές που στοχεύουν απλώς σε εκείνο που πρώτος ο Στάλιν απέδειξε, πως ο έλεγχος της εξουσίας περνάει μέσα από τον έλεγχο στην γνώσης και τον έλεγχο του προσωπικού.
Παρότι η ιστορία έχει αποδείξει ότι από τότε που οι τεχνοκράτες ανέλαβαν να οδηγήσουν την οικονομία και την ανάπτυξη , το μόνο που πρόσθεσαν στην επιστήμη τους, ως επιστήμη οικονομίας, ήταν ένα σύνολο ενεργειών αποτυχία και συνεχών κρίσεων. Και όμως εξακολουθούν μετά από 40 χρόνια να μπλοκάρουν την δραστηριότητα της οικονομίας και να τροφοδοτούν την οικονομική επιστήμη με τις ίδιες αυτοκαταστροφικές θεωρίες οικονομίας και τεχνοκρατισμού, που όμοιές τους μπορούν να συγκριθούν με θεωρίες που ξαναζωντανέυουν τα κόπρανα και τα κάνουν τροφή. Οπότε τότε θα έχουν βρει την λύση. Αντί να παράγουμε σπόρους, φυτοφάρμακα, και τεχνικές καλλιέργειας θα παράγουμε σκατά.
Όπως λέει ο John Ralston Saul, «η δημιουργικότητα τρομάζει το μυαλό του μάνατζερ, γεγονός που έχει αρνητική επίδραση στην καινοτόμο δράση και τις μεταρρυθμίσεις…..» γι΄ αυτό καταφεύγει σε αφηρημένες θεωρίες και τεχνοκρατικούς ονειρόδρομους βλέποντας μπροστά του να ανοίγεται ένας κόσμος αποκομμένος από κάθε αίσθηση της πραγματικότητας, που δεν τον εμποδίζει να συνεχίζει να δημιουργεί περίπλοκους συνδυασμούς. Ακόμα και οι κρατικοί αξιωματούχοι ( καθώς η μόδα έχει διεμβολίσει και τους συνδικαλιστικούς «ινστρούχτορες») θέλγονται από την περίπλοκη λογική δεξιοτήτων των τεχνοκρατών τόσο που δεν χάνουν σαν ευκαιρία να τους μιμούνται και να τους χρησιμοποιούν ως δρόμο ασφαλούς διέλευσης.
Αν κάτι απροσδόκητο μπορεί να τους επαληθεύσει τότε αυτό παγιώνεται ως αντίληψη και οικονομική επιστήμη περίπλοκων επιπέδων που κατισχύει στον τρόπο σκέψης και συμπεριφοράς των κατεχόντων την πολιτική εξουσία, οι οποίοι ενώ προσπαθούν να μας πείσουν πως δεν κοιμούνται τα βράδια, εντούτοις περιμένουν αδρανείς να επωφεληθούν από το απροσδόκητο.
Τι προτείνουν οι μάνατζερ στις επιχειρήσεις και στις διάφορες κυβερνήσεις; Μια παλιά και αποτυχημένη συνταγή, των περικοπών, των αποκρατικοποιήσεων με το λιγότερο κράτος, , επενδύσεις χωρίς ρίσκο και χωρίς δημιουργικότητα.
Ενώ οι ίδιοι ισχυρίζονται ότι είναι ένθερμοι υποστηρικτές του καπιταλισμού και της ελεύθερης οικονομίας δεν ρισκάρουν να το αποδείξουν αναλαμβάνοντας προσωπική ευθύνη και κρύβονται μέσα στον προστατευτισμό της υπαλληλικής τους σχέσης και της γραφειοκρατίας που τόσο πολεμούν.
Δέστε τους τροϊκανούς μάνατζερ που κάθε λίγο και λιγάκι ερχόμενοι στην Αθήνα επικρίνουν ως άλλοι καπιταλιστές την κυβέρνηση. Προτείνουν μια σειρά νέων μέτρων, αρκετά όμως κερδοφόρων για την τσέπη του, κατόπιν φεύγουν και όταν επιστρέψουν δεν αναγνωρίζουν ότι έκαναν λάθος, αλλά απεναντίας ισχυρίζονται ότι δεν υπάρχει ικανή κυβέρνηση για να κάνει ορθολογική διαχείριση των προτάσεων τους.
Τι είναι εκείνο0 που τους απασχολεί περισσότερο; Μα είναι απλό. Να δείχνουν και να φαίνονται πως είναι απαραίτητοι, μοναδικοί και ότι μόνο αυτοί κατέχουν την επιστήμη του καπιταλισμού και των αγορών.
Προσφιλή τους διδακτική παραίνεση προς τις κυβερνήσεις αλλά και στις μεγάλες πολυεθνικές είναι οι αγορές , οι διασπάσεις επιχειρήσεων, οι επαναγορές, οι αποκρατικοποιήσεις ή το κλείσιμο αντιπαραγωγικών δημόσιων επιχειρήσεων.
Από την άλλη οι χρηματαγορές αντί να χρηματοδοτούν την ανάπτυξη, αρέσκονται στην χρηματοδότηση των αγοροπωλησιών και της αλλαγής χεριών.
Έτσι αντί της χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας η κυβέρνηση υπακούοντας στους μάνατζερ δέχεται την χρηματοδότηση της χωρίς ρίσκο επένδυσης ( επομένως πάει περίπατο ο καπιταλισμός) που είναι η αποκρατικοποίηση.
Η κυβέρνηση δεν προχωρά μόνο στην εκποίηση των κερδοφόρων επιχειρήσεων αλλά κυρίως εκείνων που έχουν διασφαλισμένα μακροπρόθεσμα έσοδα, όπως η ενέργεια, το νερό, ο τζόγος, οι χερσαίες συγκοινωνίες.
Εκείνο που κρατά είναι ότι θα την επιβαρύνει στο μέλλον ( και στον παρόντα χρόνο ) και που θα την καθιστά συνεχώς υποχείριο των μάνατζερ, των αγορών και του εξωτερικού χρέους.
Τελειώνοντας, θα επικαλεσθώ και πάλι τον John Ralston: « Υπάρχει και ένας πιο σημαντικός παράγοντας που είναι άμεσα συνδεδεμένος με το πρόβλημα της τεχνοκρατίας. Η θεωρία που στηρίζει τις ιδιωτικοποιήσεις πρεσβεύει ότι η οικονομία ασφυκτιά από την υπερβολική παρουσία του κράτους. Πουλήστε τις Δημόσιες επιχειρήσεις και η οικονομία θα αναζωογονηθεί. Η Οικονομία όμως αποτελείται από πολλούς κλάδους…… οι περισσότερες κρατικές βιομηχανίες κατατάσσονται στους συντηρητικούς κλάδους είτε εξαιτίας της ίδιας της φύσης αυτών που παράγουν είτε επειδή για δεκαετίες έχουν αφιερωθεί στην πλήρη αξιοποίηση των οικονομικών δραστηριοτήτων κάποιου τομέα». Αυτό που συμβαίνει στην πραγματικότητα με τις ιδιωτικοποιήσεις είναι ότι μεταφέρονται ενεργά ιδιωτικά κεφάλαια που προορίζονται στην ανάληψη κινδύνων και επομένως πολιτικών παραγωγικότητας σε περιοχές παθητικής ανάπτυξης.
Αυτό όμως ούτε αποτελεί νέες επενδύσεις, ούτε προσφέρει σε μια οποιαδήποτε αναπτυξιακή προσπάθεια, ούτε προβάλλει τις καινοτόμες ιδέες, ούτε παράγει κεφάλαια ούτε δημιουργεί αγορά.
Είναι πλέον του αντιλογικού, κάθε προσπάθεια επένδυσης στην ανάπτυξη και στο μέλλον της, οι εμμονές στις αποκρατικοποιήσεις. Επί της ουσίας αυτό που πραγματοποιείται είναι η παρεμβολή εμποδίων με την ανάπτυξη και επαναφορά μοντέλων αποικιοκρατισμού, όπως το Κρατικά επιδοτούμενου κέρδους εσωτερικού ως μέσο ανάπτυξης.