Η εισφοροδιαφυγή στα Ασφαλιστικά Ταμεία ( Α.Τ.) και Οργανισμούς Κοινωνικής Ασφάλισης, τροφοδοτείται από δύο βασικούς παράγοντες.
Η δομή των Α.Τ. και Οργανισμών και το Νομοθετικό πλαίσιο που διέπει τις συναλλαγές εργοδοτών με τα Α.Τ. και Οργανισμούς.
Ιστορικά γνωρίζουμε ότι η ανάπτυξη της Ελληνικής οικονομίας, βασίστηκε σε ένα συγκεντρωτικό σύστημα που ήθελε της πηγές οικονομικής παραγωγής στην στενή περιφέρεια της Πρωτεύουσας, στον Πειραιά, τον Βόλο και την Θεσσαλονίκη.
Όμως όλες οι επιχειρήσεις, ανεξάρτητα την έδρα παραγωγής, η Νομική τους έδρα ήταν η Αθήνα.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός μόνιμου χαρακτήρα, δομικού κέντρου συναλλαγών μεταξύ Κράτους και Επιχειρήσεων, καθώς και Α.Τ. & Οργανισμών με τις Επιχειρήσεις.
Όσο το Κράτος είχε ανάγκη την ανάπτυξη, η ανάπτυξη δημιουργούταν με οποιοδήποτε τίμημα ανεξάρτητα αν η Ανάπτυξη παρουσίαζε μια βιτρίνα οικονομικής ευμάρειας, αλλά που επί της ουσίας γεννούσε την βάση διαφθοράς του Κράτους, των Λειτουργών του και του Επιχειρηματικού Κεφαλαίου.
Το ίδιο το Κράτος, στην προσπάθεια του να εμπεδώσει μια διαρκή ασφάλεια στο επενδεδυμένο κεφάλαιο και να ενθαρρύνει τις επενδύσεις, προχώρησε στην απαλλοτρίωση των αποθεματικών των Α.Τ. και Οργανισμών, κάτι που παρείχε την δυνατότητα διαμόρφωσης μιας ηθικής «νόμιμης» και «προστατευμένης» κλοπής στο επιχειρηματικό και Τραπεζικό Κεφάλαιο.
Όσο το συνδικαλιστικό κίνημα ανέπτυσσε διεισδυτικότητα και αύξανε την δυναμική του, τόσο συμπιεζόταν η Ηθική της «νόμιμης και προστατευμένης κλοπής» των αποθεματικών και των φόρων, τόσο όμως η ηθική αυτή δημιουργούσε ένα εκβιαστικό προς το Κράτος καθεστώς μηχανισμών που προστάτευαν την επιχειρηματικότητα και τους επιχειρηματίες.
Αυτό το καθεστώς νομιμοποιούσε και το διωγμό των συνδικάτων, και τους εκβιασμούς προς τους εργαζόμενους, και την απειλή στην ανέχεια όσων «επαναστατούσαν» στο «προστατευτισμό» του Κράτους, για τις επιχειρήσεις και τους εργαζόμενους.
Η αρτηριοσκληρωτική δομή των Α.Τ. και των Οργανισμών που καθοδηγούνταν από την εξουσία που αναπτυσσόταν στην Κεντρική Διοίκηση δημιουργούσε την ανάγκη κεντρικής διαχείρισης και εποπτείας των εσόδων και των δαπανών.
Το αποτέλεσμα ήταν, και παραμένει, τεράστια έσοδα των Α.Τ. και των Οργανισμών να χάνονται, μεγάλος αριθμός επιχειρήσεων να «κρύβεται» και κεφάλαια «αδήλωτης παραγωγής» να χρησιμοποιούνται στην μεγέθυνση των επιχειρήσεων και στην διασφάλιση των κερδών τους.
Το Κράτος υποβοηθούσε, και υποβοηθά, την φαυλότητα της επιχειρηματικής δράσης, με το αντάλλαγμα της φορολογικής «εντιμότητας» των επιχειρηματιών απέναντι στο Κράτος.
Αποτέλεσμα, το μεν Κράτος επίσημα να γνωρίζει το σύνολο της επιχειρηματικής δραστηριότητας, αλλά να μην το εμφανίζει στα Α.Τ. και τους Οργανισμούς, επιτρέποντας έτσι από την μια να ισχυροποιείτε το καθεστώς της παράνομης παρακράτησης των εισφορών και από την άλλη να δημιουργεί στην ηθική της «συνενοχής» σε βάρος της Κοινωνίας και των ασφαλιστικών δικαιωμάτων των εργαζομένων.
Το νομοθετικό πλαίσιο που δημιουργούσε την δυνατότητα της «παρανομίας» και της «συνενοχής» όχι μόνο να διαιωνίζεται αλλά και να εξελίσσεται τόσο σε βάρος των αποθεματικών όσο και υπέρ της εισφοροδιαφυγής που ενώ στηλιτευόταν δημόσια, εντούτοις οι Κυβερνήσεις διαμόρφωσαν ένα νομικό περιβάλλον που ευνοούσε της παράνομη δράση των επιχειρήσεων και των εργοδοτών.
Το διάστημα παροχής ασυλίας στους εργοδότες να δηλώσουν την πρόσληψη του εργαζόμενου, καθώς και ο χρόνος δοκιμής αποτελούσε ένα από τους πολλούς παράγοντες που υποβοηθούσε την απόκρυψη εργασίας και κλοπής των ασφαλιστικών εισφορών.
Όσο πλησίαζε ο χρόνος χρησιμοποίησης των αποθεματικών για τις πρώτες και στην εξέλιξή τους συνταξιοδοτήσεις τόσο βάθυνε η κρίση που αποδυνάμωνε την οικονομική ευρωστία των Α.Τ. και των Οργανισμών, αφού τα μεν αποθεματικά είχαν μηδενική αξιοποίηση, οι υποχρεώσεις με την εγγύηση του Δημοσίου, καλύπτονταν δανειακά με επιτόκια που έφθανα και το 33%.
Η υπερχρέωση των Α.Τ. και των Οργανισμών αποτελούσε μια συνειδητή επιλογή του Κράτους που ξεπηδούσε από την δομημένη ηθική της συνενοχής και της συμμαχίας μεταξύ Κράτους και της ανάγκης των επενδύσεων και διατήρησης εν λειτουργία των μονάδων παραγωγής.
Πάνω όμως σε αυτή την αναντίρρητη ανάγκη κατασκευάστηκαν οι μύθοι για την δυσπραγία του ασφαλιστικού συστήματος, την ανάγκη αντικατάστασής του από τον αναδιανεμητικό του ρόλο σε ανταποδοτικό, την αναγνώρισή του ως παρεμποδιστικό εργαλείο στην ανάπτυξη και την επί ίσης όροις ανταγωνιστικότητα της Ελληνικής οικονομίας προς τις άλλες ανταγωνιστικές χώρες κλπ.
Πάνω σε αυτήν την αναντίρρητη ανάγκη οπλίστηκε το νομικό οπλοστάσιο του Κράτος σε βάρος της Κοινωνικής ασφάλισης, επικαλούμενο την μείωση της ανεργίας, την υποβοήθηση της επενδυτικότητα των κεφαλαίων και της προσέλκυσης ξένων προς επένδυση, κεφαλαίων, ώστε να προπαγανδίζεται από την μια η εξ ανάγκη συμφωνία με την Κοινωνία και τα Συνδικάτα, και η συν-αποδοχή της μη καταβολής εισφορών από τους εργοδότες για νεοπροσλαμβανόμενους, καθώς και η επιδότηση των νέων θέσεων εργασίας και απασχόλησης.
Το αποτέλεσμα είναι να διευρύνεται το χάσμα μεταξύ εσόδων και δαπανών, για την υγεία και την σύνταξη των εργαζομένων από τα Α.Τ. και Οργανισμούς.
Από την δική τους πλευρά τα Α.Τ. και οι Οργανισμοί δημιούργησαν ένα πλέγμα περικοπών ασφαλιστικών δικαιωμάτων και παροχών, υψώνοντας τείχη στις «συναλλαγές»τους με τους ασφαλισμένους καθώς και νομικά «επιχειρήματα» ώστε ό,τι χάνουν από το Νομικό οπλοστάσιο που εναντίον τους χρησιμοποιεί το Κράτος, οι εργοδότες και τα δικαστήρια να το ισοφαρίζουν με περικοπές και περισσές «δυσκολίες» στις συναλλαγές τους με τους ασφαλισμένους αλλά και την σκόπιμη υποβάθμιση των παροχών τους.
Το Υπουργείο Οικονομικών εξακολουθεί να αρνείται τα στοιχεία της επιχειρηματικής δραστηριότητας και των νέων επιχειρήσεων προς τα Α.Τ. και τους Οργανισμούς, τα δε Α.Τ. και τοι Οργανισμοί να διατηρούν την αρτηριοσκληρωτική τους δομή στον έλεγχο, την βεβαίωση και την είσπραξη φόρων, το δε νομικό οπλοστάσιο προστασίας της εισφοροδιαφυγής εξακολουθεί να διευκολύνει την παράνομη δράση των επιχειρήσεων και των εργοδοτών.
Η αποκέντρωση και η επανεξέταση του νομικού πλαισίου αλλά και η αποδοχή συνενοχής Κράτους και Επιχειρήσεων σε βάρος της Κοινωνικής ασφάλισης αποτελούν απώλεια εξουσίας, που δεν είναι κανείς διατεθειμένος να στερηθεί ή να την μοιραστεί.
Επομένως δεν δικαιολογείται η συμμετοχή της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ σε οποιοδήποτε διάλογο για το ασφαλιστικό.
Αυτό δεν σημαίνει ότι συμφωνώ είτε με την στάση και τις θέσεις του ΚΚΕ ή με τις θέσεις της Αυτόνομης Παρέμβασης και του ΣΥΝ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Μπορείτε να γράψετε τα σχόλια σας ή τις θέσεις σας για την συγκεκριμένη δημοσίευση ή να δημοσιεύσετε και άλλο θέμα